Ο τσαγκάρης
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης α έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατέλειωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Είχαν φυσικά στη διάθεσή τους και αρκετά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα , ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.
Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να τα κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι εκεί μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρη εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης α έφτιαχνε ο ίδιος από την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατέλειωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
Στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν μεγάλα τσαγκαράδικα, όπου δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Είχαν φυσικά στη διάθεσή τους και αρκετά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα , ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο.
Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Δεν υπήρχαν τότε κόλλες και μηχανές. Ήταν ραφτά και καρφωτά. Για να τα κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δύο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή.
Όταν ερχόταν ο πελάτης για να παραγγείλει ένα ζευγάρι παπούτσια, τον έβαζε ο τσαγκάρης να πατήσει πάνω σ’ ένα χοντρό πετσί κι εκεί μ’ ένα μολύβι, που το σάλιωνε προηγουμένως ζωγράφιζε το πέλμα του.
Πηγή: users.sch.gr
