Θρακιώτικες Ιστορίες - Ο Θέρος και τ’αλώνια


Κείν’ τα’ χρουνιά είχε μπερεκέτ μιγάλου. Κατ γεννήματα,του φίδ’δε μπορούσι να τα σκίσ’. Θερίζαμ’ πε τα τραγούδια. Γούλους ου κόσμους γιμάτους έρεξκι μιράκ’. Ξιθέρσαμ’. Έκαμαμ τ’αμάξια για διμάτια άρκιψαμ του κουβάνμα.

Ένα προυί. Πήγαμ στου χουράφ’ να φουρτώσουμ’ ‘ένα κριθάρ’. Νεβαίν’ ου Κατσικλής παν’ στ’ αμάξ’ κι’ γώ πεκάτ’ έδινα τα διμάτια. Νιαν αλιπού κ’μούντανα πεκάτ’ πε τα διμάτια. ΄Οπουςσάλτσα να πάρου του διμάτ’νε είδα, νε τραβίζου ένα δουκράν’, χτυπάει του δουκράν’στου ντουκουρτζούν’, τσακίσκι τόνα του δόντ’, πέμνε τσελέκ’κου. Γιουρουντίζ’ η αλιπού, μι πιάν’πε το μπατζάκ’. Πηδάει ου Κατσικλής πε πάν’ πε τ’ αμάξ’νε πιάν’πε την ουρά, νε φέρνει μια σφουντούλα, νε χτυπάει καταγής. ¨Αρκεψ να γυρνά κατλαβάκες. Εμείς γελούσαμ και οι δυό. Εμέν σκώνετι και παίρνει δρόμου και φεύγει.

Φόρτωσαμ τα’ αμάξια, πήγαμ στ αλώνια, τα’ αδειάσαμ. Τέλειουσι το κουβάν’μα, καθαρίζουμ’ τα’ αλών’ τους πάτσαμ μι του γιουβαρλάκ κι ξικίν’σαμ ν’ αλουνίζουμ.

Κείν’ τα χρόνια ήντανα βάσανου μιγάλου ου αλωνισμός. Του πρωί να στρώσεις τα διμάτια, να ξέψεις τη δουκάν’, απάν’ έπρεπε να έχ’ς του φκιάρ, τουν τενεκέ. Μον’ έκανε του βόδ’ να κουπρίσ’, έβανις του φκιάρ’ κι μάζονις την κουπριά στουν τενεκέ. ΄Οντε πάλε θα να κατρίσ’ του βόδ,σταματούσις τη δουκάν’ έβανις τουν τενεκέ κι μάζωνις του κατούρμα κι τόριχνις όξου πε τ’ αλών. Κι του πιο μεγάλου βάσανου ήντανα ου αέρας. Γιατί πότι φ’σούσι να λιχνίσουμ’κι πότι δε φ’σούσι κάνα δυο μέρις κι μαζόνταν τα σέτια στοπυ πλάι τ’ αλών. Τελειώσαμε’ μι του καλό. Ξαλών’σαμ, έβαναμ τα γεννήματα στ’ αμπάρια τ’αχυρα στα’ αχυρώνις. Πήγαμ κι κάμπουσα σεφέρια στο βουνό,ηφέραμ τα ξύλα μας.

Ναι μέρα φουνάζου τουν Καμτσικλή κι με βόηθησι, γιουμίζουμ τα τσουβάλια στάρ’, τα φουρτώνουμ πάν’στ’αμάξ κι τα’ν άλλ’ τα’ μέρα του πρωί ζέβου τσ’μπτέκες, βάνου Η γυναίκα κι του πιδί απάν.

Η διξιά η μπτέκα δε παέν’. Ε! κι παίρνου του κάτσνου κι νι μπήκα πε του πλάι κι νε χώθ’κα μπογιονά να δγείς,παέν’ ή δε παέν’.

Παγαίνουμ’ στου Μπουργκάζ, στου παζάρ’. Πλώ του στάρ’,γουράζω γούλα τα τεταρίκια για του χ’μώνα,παίρνου κι μια μιγάλ’ τόπκα του πιδί κι γύρ’σαμ πίσου στου χουριό.


-----------------------------------------------------------------------
Στο χωριό Αζ Μπουγάζ, περιοχής Βιζύης. Την ιστορία αφηγήθηκε ο κ/. Αριστείδης Αδάμογλου, πρόσφυγας πρώτης γενιάς, σχετική με τον θερισμό και αλωνισμό των γεννημάτων, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν , για τα μπερεκέτια που περίμεναν για να αγοράσουν τα απαραίτητα και κανά δώρο για τα παιδιά, μια τόπκα.

Νοέμβριος 2004
Έρευνα-σχολιασμοί-παρουσίαση
   Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Μέλος Δ.Σ. της  Θ.Ε.Ν. Σερρών 
----------------------------------------------------------------------- 

Πηγή: users.sch.gr