Θρακιώτικες Ιστορίες - Πανηγύρ’ στου Γκερντελή


Στου Γκερντελή μπακαλούμ γίντανα μιγάλου πανηγύρ της Ζωοδόχου Πηγής, την πρώτ’ Παρασκευή μετά του Πάσχα. Κείν’ τη χρουνιά ειδοποιά το ου Δεσπότ’ς τνε επιτροπή "ότι την Παρασκευή θα νάρτου στου χωριό κι θα κάνουμι πανηγύρ’ μαζί".

Η επιτροπή ειδουποίησι τα λόιρνα τα χουριά. Πήγανα πουλ’τίδες πελιβανοί, οι νταήδες πε τα διπλανά τα χουριά, είπκανα τση Κουρκούγιες, έβαναν τα δαχταλίδκα τα ντημιά, νέβασαν τα κουρίτσια, τα παλ’κάρια παν’ στα αμάξια, ζέψανα τα ζευγάρια, τραβήξανα πε κατ’ πε τα δέντρα. Πόλκανα τα ζευγάρια να πάνα βοσκή, πήρανα τσι γ’ ναίκες, τα κουρίτσια, πήγανα σ’νεκκλησιά. Ηρτε ου Δεσπότ’ς, κατήβ’ικε στη νταή τη Νικόλα του σπιτ.

Ου Νικόλας ήτανα επίτροπος κι αζάς είχι δυο μιανέτια. Πήγανα ου Μουχτάρ’ς οι αζάδες, πήρανα του Δεσπότ’ κι πήγανα στ’ν εκκλησιά. Διάβασε, είπι κι καλά λόγια π’άκ’σε γούλους ου κόσμους. Σχόλασι η εκκλησιά. Άλλοι πήγανα στα θ’ κάτς τα σπίτια, έφαγανα ψουμί κι άλλοι πήγανα στ’ αμάξια τς. Του Δεσπότ’ τουν είφκανα τραπέζ’ στη Νικόλα του σπίτ’. Η τέτε η Τζηβανιώ η καπήλ’ η Θαλασσιανιώ, γούλες βόηθσανα. Εστρουσαν του τραπέζ’. Εκατσι ου Δεσπότ’ς , ου Μουχτάρ’ ς, οι αζάδες κι οι Τσουρμπατζήδις, βλόηση του τραπέζ’ ου Δεσπότ’ς έφαγανα, κουνούσ’τσανα διάφορα.

Ξίβκανα στ’ αλώνια. Είχανα ένα μιγάλου τσαρδάκ’, μι τα μαξιλάρια κι τα καλά τα γιουργάνια. ΄Εκατσι ου Δεσπότ’ ς, ου Μουχτάρ’ς κι οι άλλοι να σιργιανίσνα του πανηγύρ’. Οι άλλες οι τετέδες απλώσανα τση ρογοδίνς, ερ’ξανα κι τα γιουργάνια πεάν, έκατσανα οι νταήδες, τουτούστσανα τσιγάρις τσαργασμένες. Εβγανάνα κι τα τεσχτίχια κι τα παίζανα.

Ακούσ’κε ότι ήρτι ο Γιωργής, ο μπάς πεχλιβάν’σ πε τ’νη Χάφσα. Ήτανα μουσαφίρ’ς στου Χριστάκ’. Ου Χριστάκ’ς είχι ναι θυγατέρα, Ελέν’νη λέγανα κι καμπόσου πε το Γιωργή γλυκοκοιτάζνα κρυφά-κρυφά.

Ήρτε κι ένας Τούρκος,πεχλιβάν’ς πε τις Σαράντα Εκκλησιές. Ξίβκανα κατ’ κατσάλκοι πεχλιβάνοι,παλαίψανα, πήρανι τα μπάσια τα.

Ξεκινάνι ου Γιωργής μι τουν Τούρκο. Αρκέψανα να παλαίβνα, καταματώθ’κανα.Λέι η Ελέν του Γιωργή.

Άμα σι νικήσ’ αυτό του παλιόσκλου, ξανά του κρύουμ’ του νιρό δε θα του δ’γείς. Γιουρουντίζ’ ου Γιωργής, γιόβ τουν παίρνει, γιόβ τουν καβραντίζ’ κι τουνι χτυπάει καταγίς. Ογράντσανα τα μάτια τ’. Τελειώσανα οι πεχλιβάνοι, ερκέψανα νια γκάιντα.

Ου Αγγελής κιγιαμέτ σεμπαίν’ πρώτους. Ου Κωσταντής ου Τσετίνκος πε του τοκά στου χέρ’ αραδιάσκανα αντάν στου χουρό. Τρυφεροί, τρυφερές, κορίτσια κι παλ’κάρια, χουρέψανα, πηδήξκανα, πουλλοί χουροί. Ου Κωνσταντής χτυπούσι καιμιά φουρά και πε το τοκά.

Προς το κεντί, σ’ κώθ’κι ου Φεσπότ’ς να πάει στις Σαράντα Εκκλησιές. Σκώθ’κανα γούλ’ οι νταήδες να τουν ξιπροβιδίσ’να. Πήγανα στην νταή τη Νικόλα του σπίτ’ οπ’ ήτανα του παιτ΄’ον. Μόν’πήγι να’νέβ’ στου παιτόν’ ου Δεσπότ’ς ξίβκι η τέτε Τζιβανίώ τη Νικόλα η γ’ναίκα.

Αντε, τα δέοντα τα’ Δεσπότνα κι τα Δεσπουτούδια…. Ιλα ξίβου κι ‘γώ στου πανηγύρ’, πόνισι η βούζα.


-----------------------------------------------------------------------
Το Γκερντελή ήταν τσιφλίκι κι αγοράστηκε στα 1883 από τρία χωριά, το Σκόπελο, την Πέτρα και το Καράχαλη. Στα πανηγύρια ο κόσμος εκκλησιαζότανε, γλεντούσε και απολάμβανε τις εκδηλώσεις, που ήταν κυρίως η πάλη, οι ιπποδρομίες, και χορός τρικούβερτος, όπου ο κόσμος πιασμένος χέρι με χέρι αισθανότανε ο ένας τους σφυγμούς του άλλου, και οι νέοι είχανε τη δυνατότητα να γλυκοκοιτάξουν ο ένας τον άλλο και να εκφράσουν των έρωτά τους και την αγάπη τους.


Νοέμβριος 2004
Έρευνα-σχολιασμοί-παρουσίαση
   Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Μέλος Δ.Σ. της  Θ.Ε.Ν. Σερρών 
----------------------------------------------------------------------- 

Πηγή: users.sch.gr