Το 1914 με τον πρώτο διωγμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, οι πρόσφυγες Θρακιώτες που ήρθαν από την Ανατολική Θράκη τα καράβια τους αποβίβασαν στη Θεσσαλονίκη.
Τους έδουκαν, λέγει ο κυρ Αριστείδης Αδάμογλου από το χωριό Μεσινή της περιφέρειας Τσόρλου( Τυρολόη) απ ένα αντίσκηνου στην καθι οικουγένεια κι τα στησαν στους συνοικισμούς. Αρχισαν οι μεγαλ να γυρνούν στα γύρου χωριά για να βρούν τόπο για εγκατάσταση.
Οι δικοί μας λέει ( οι Μισνιάτες ) πήγανε άλλοι στη σημερινή Νέα Μεσημβρία κι άλλοι στην Τόχοβα(Παλιονέλληνη) κι άλλοι στον Τρίλοφο. Τυχεροί ήταν όσοι εγκαταστάθηκαν στη Νέα Μεσήμβρια. Τους έδωκαν απ ένα βόδ’ κι πο μισό αμάξ’. Αμα όντας ήρταν οι σύμμαχοι Αγγλογάλλοι, τότις γιόμ’ σαν οι τσέπες τους παράδες. Ούλα τα παιδιά π’λούσαν στους συμμάχους τσιγάρα, κι γλυκά. Οι μιγάλ’ έκαμαν ούλοι π’ ένα ζευγάρ’ κι αμάξι δικό τους, γιατί είχε πουλλές δ’λιές, άμα κι νερό να επιναν, έλιγαν, εις υγείαν κι καλή πατρίδα. Τα χρόνια κείνα ήταν γιουμάτα λεφτά γιαυτούς, όπους ακ’σα τους μεγάλους να διηγέντι, πως φόρτουναν που τη Σαλονίκη κι πήγαιναν μακριά, ως την Κοριτσά έφταναν. Απού κει πάλι ξανά φόρτουμα για τη Σαλουνίκ’.
Μια μέρα πήγε ου παππούςιμ’ Θανασάκ’ς στ’ Σαλουνίκ’ να ψ’νισ’ κατ’ πράματα. Κει που πιρνούσι απ ένα σουκάκ’ ένα πιδί έκλιγι. Ακούει παππούςιμ Θανασάκ’ς πού λέι η μάνα τα’ στου πιδί. Σώπα μην κλαίς, γιατί θα σι δώκου στουν πρόσφυγα να σι φάει.
Ου παππούς ιμ,ήντανα κουμάτ’ ντικς ( αψύς). Σταματάει, κατιβάζ’ του δισάκ’ που του νώμου τα’ κι λέι στη γναίκα που φουβέρζει του πιδί. Δε ντρέπισι, μαρή,κ οσκουτζιά γναίκα που φουβιρίζεις του πιδί σ’ . Τι είμι γώ κανάς αγριάνθρουπους. Ουχτώ πιδιά έχου. Ελα δω πιδί μ’. Κι βγάζ’ που μεσ’ του ζ’νάρτ καραμέλις, κι του πιδί τουν εγλιπι, μα πήρε τσ’ καραμέλις φουβισμένα. Μη φουβάσι αγόρι μ’ που μι γλέπ’ς μι τα ζ’νάρια κι τα πουτούρια κι τα μεγάλα τα μουστάκια. Εχου κι γω πιδόπλα κι αυτά τα πράματα θα τα πάου στα πιδιάμ’, κι μην ακούς τ’μάνασ’ τ’μπουνάκου που σι φουβερίζ’. Του βράδ’ που ήρτι στου χουριό, του έλεγι κι γελούσαν. "Θαρρείς ημ’ να κανένας αγριάνθρουπους να του φάου". "Αλλάχ χαίρ βερσίν" (Ο Θεός καλό να δώσει) μπάμπου. Δεν πειράζ’ Θανασάκ’,τουν είπι η γιαγιά μ’.
-----------------------------------------------------------------------
Μέσα από την αφήγηση αυτή αντιλαμβανόμαστε κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκαν οι πρόσφυγες παππούδες και γιαγιάδες μας με τις οικογένειες τους και προπαντός την αντιμετώπιση που είχανε από τους ντόπιους κατοίκους των περιοχών που βρέθηκαν. Αλλά πάντοτε με την θέληση τη δύναμη και την πίστη τους κατόρθωσαν να επιβιώσουν και όταν τους ταλαιπωρούσαν αυτοί πάντοτε είχανε να λένε ένα καλό λόγο όπως ο παππούς ο Θανασάκ΄ς "Ο Θεός καλό να δώσει".
Νοέμβριος 2004
Έρευνα-σχολιασμοί-παρουσίαση
Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Μέλος Δ.Σ. της Θ.Ε.Ν. Σερρών
Έρευνα-σχολιασμοί-παρουσίαση
Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Μέλος Δ.Σ. της Θ.Ε.Ν. Σερρών
-----------------------------------------------------------------------
Πηγή: users.sch.gr