Ρωμαιοκρατία (1ος π.Χ. αιώνας-3ος μ.Χ. αιώνας)
Τον Κότυ Β’ διαδέχθηκε ο εγγονός του Κότυς Γ’ (57-48 π.Χ.), φίλος του Καίσαρος. Αυτόν διαδέχτηκαν ο Ραισκούπορης Α’ (48-42 π.Χ.), που διοικούσε την ανατολική του Έβρου περιοχή, και ο Ράσκος, που διοικούσε τη δυτική περιοχή μέχρι τους Φιλίππους. Αυτούς διαδέχθηκαν, αντίστοιχα, ο Ροιμητάλκης Α’ και ο Ραισκούπορης Β’. Στα χρόνια τους εξεγέρθηκαν οι Βέσσοι με αρχηγό τον Ουλογαίση. Ο Ραισκούπορης Β’ σκοτώθηκε στη μάχη, ενώ ο Ροιμητάλκης Α’ σώθηκε και με τη βοήθεια των Ρωμαίων έγινε βασιλιάς όλης της Θράκης (7 π.Χ. -12 μ.Χ.).
Τον Ροιμητάλκη Α’ διαδέχθηκε ο Κότυς Δ’, ο Μέγας, φίλος τού Αυγούστου, που ολοκλήρωσε τον εξελληνισμό των Θρακών. Μετά τον θάνατο του, η Θράκη πάλι μοιράστηκε από τον Τιβέριο στον Κότυ Ε’ (ανατολική) και Ροιμητάλκη Β’ (δυτική). Τελευταίος Θράκας βασιλιάς υπήρξε ο Ροιμητάλκης Γ’ (38 μ.Χ.), φίλος του Γάιου Καλλιγούλα. Μετά τον θάνατο του, η Θράκη έγινε ρωμαϊκή επαρχία με πρωτεύουσα την Πέρινθο. Χωρίστηκε σε διοικητικές περιφέρειες, 50 κατά τον Πλίνιο, 14 κατά τον Πτολεμαίο. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση τα όρια της Θράκης περιορίστηκαν μεταξύ Αίμου, Αιγαίου, Ευξείνου και Νέστου. Το τμήμα μεταξύ Αίμου και Δούναβη ονομάστηκε Μοισία και όλη η Χερσόνησος του Αίμου, που ήταν στη δικαιοδοσία Ρωμαίου ανθυπάτου, ονομάστηκε Ιλλυρικό.
Η ρωμαιοκρατία του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα υπήρξε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης, που ευνόησε την οικονομική, πνευματική και πολιτιστική άνοδο των Θρακών και ολοκλήρωσε τον εξελληνισμό τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι αυτοκράτορες Τραϊανός και Αδριανός, οι οποίοι ίδρυσαν πολλές πόλεις. Τον 3ο μ.Χ. αιώνα όμως άρχισαν πάλι οι βαρβαρικές επιδρομές, που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Πιο σημαντικές ήταν οι γοτθικές επιδρομές επί Δεκίου και Βαλεριανού, οι οποίοι ερήμωσαν τη χώρα και έφθασαν ως τα παράλια. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Κλαύδιος Αυρήλιος (268-270 μ.Χ.) τους νίκησε στη Ναϊσσό και τους απώθησε.
Η βυζαντινή περίοδος
Κατά τη βυζαντινή περίοδο συνεχίστηκε η ακμή της ρωμαϊκής εποχής. Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη, μετέπειτα Κωνσταντινούπολη (330), άνοιξε νέα περίοδος στην ιστορία της Θράκης, που έγινε πλέον το πιο ζωτικό τμήμα για τη ζωή της αυτοκρατορίας. Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (284-305) η Θράκη οργανώθηκε σε αυτοδύναμη Διοίκηση (Dioecesis Thracia ή Thraciae) με έξι επαρχίες: Θράκης, Αιμιμόντου, Ροδόπης ,Ευρώπης, Κάτω Μοισίας και Μικρής Σκυθίας. η Διοίκηση της Θράκης ανήκει οργανικά στην υπαρχία (praefectura) της Ανατολής, αλλά η συνοχή της προς την Κωνσταντινούπολη της εξασφάλιζε πάντοτε σημαντική ακτινοβολία στη ζωή της Αυτοκρατορίας. Η διάδοση του χριστιανισμού στη Θράκη ήδη από την αποστολική εποχή και η ευρύτατη επικοινωνία με τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής και της Δύσης εξηγούν την επιρροή των επισκόπων της Θράκης στα εκκλησιαστικά πράγματα κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Ο μητροπολίτης Ηράκλειας της επαρχίας Θράκης συμμετείχε ως πληστόχωρος στη χειροτονία του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (330-451) και ως σημαντικός μητροπολίτης του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά το 451.
Η άρτια οργάνωση του δημόσιου και του εκκλησιαστικού βίου εξασφάλιζε την αντοχή στις ποικίλες ληστρικές επιθέσεις των βαρβαρικών φύλων, τα οποία κινούνταν στις βόρεια από τον Δούναβη περιοχές και επιδίωκαν να εγκατασταθούν στις επαρχίες της αυτοκρατορίας στη Χερσόνησο του Αίμου. Κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Θράκη γνώρισε την καταστροφική αγριότητα των Βησιγότθων και των Οστρογότθων, οι οποίοι με έγκριση του Βυζαντινού αυτοκράτορα εισέδυσαν στη Χερσόνησο του Αίμου. Οι ληστρικές επιδρομές τους ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Ουάλη να αναλάβει εκστρατεία εναντίον τους, αλλά το 378 νικήθηκε στη μάχη της Αδριανουπόλεως και φονεύθηκε. Ο γοτθικός κίνδυνος έγινε σοβαρός για την επιβίωση της αυτοκρατορίας, αλλά ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395) πέτυχε να επιβάλει την επικυριαρχία του και να τούς απομακρύνει προοδευτικά από τον ζωτικό για την αυτοκρατορία χώρο της Θράκης. Κατά την περίοδο της Βασιλείας του Θεοδοσίου Β’ (408-450) έκαναν αισθητή την παρουσία τους με αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές οι Ούννοι με αρχηγό τον Αττίλα, η δε αυτοκρατορία αναγκάστηκε όχι μόνο να καταβάλει μεγάλη οικονομική επιχορήγηση, αλλά και να εγκρίνει την εγκατάσταση των Ούννων στη Χερσόνησο τού Αίμου (443) μέχρι την απομάκρυνσή τους προς τις δυτικές επαρχίες. Κατά το δεύτερο μισό τού 5ου και τις αρχές τού 6ου αιώνα γίνεται αισθητή η ισχυρή οργάνωση τού κράτους των Αντών στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Δνειπέρου και Δνειστέρου. Οι Άντες, μαζί με διάφορα υποταγμένα σε αυτούς σλαβικά φύλα, επιχείρησαν αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές στη Χερσόνησο τού Αίμου και απείλησαν τα ίδια τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Το 498-499 νίκησαν τα βυζαντινά στρατεύματα, λεηλάτησαν τις επαρχίες Μοισίας και Θράκης και έσπειραν τον πανικό στη βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α’ (491-518) αναγκάστηκε να ενισχύσει τα οχυρωματικά έργα και να υψώσει αμυντικό τείχος είκοσι ποδών (507-612) για να αποκλείσει τη Χερσόνησο του Μαρμαρά από τους βαρβαρικούς κινδύνους του Βορρά. Το τείχος αυτό εκτεινόταν από τη Σηλυμβρία μέχρι τα Δέρκα. Οι επιδρομές των βαρβάρων Αντών, Ούννων και Σλάβων συνεχίστηκαν στη Θράκη κατά την περίοδο της Βασιλείας του lουστινιανού (527-565) και απείλησαν όλες τις επαρχίες της Χερσονήσου του Αίμου (534, 540, 549, 558-559). Ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε να ενισχύσει τα οχυρωματικά έργα στη Θράκη και να καταβάλει τεράστια ποσά για την εξαγορά της γαλήνης στην περιοχή.
Η προοδευτική παρακμή του κράτους των Αντών συνδυάστηκε με τη σύντομη ανάπτυξη του κράτους των Αβάρων, οι οποίοι συνέχισαν τις ληστρικές επιδρομές στη Θράκη και το 626, με τη συνδρομή και διαφόρων σλαβικών φύλων, πολιόρκησαν και απείλησαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, επωφελούμενοι από την απουσία του αυτοκράτορα Ηρακλείου και του βυζαντινού στρατού σε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Κατά το τέλος τού 7υυ αιώνα συντελέστηκε η εγκατάσταση των Βουλγάρων με αρχηγό τον Ασπαρούχ (Ισπερίχ) στο Δέλτα του Δούναβη, η δε αποτυχία τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου (668-685) να τους απωθήσει (679) αλλοίωσε την εικόνα της βόρειας Θράκης, γιατί οι Βούλγαροι προοδευτικά εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Μοισία και παρενοχλούσαν με ληστρικές επιδρομές τις άλλες επαρχίες της Θράκης. Οι συγκρούσεις Βυζαντινών και Βουλγαροσλάβων στη Θράκη έγιναν συνήθεις, αλλά κατά την περίοδο της πανίσχυρης δυναστείας των Ισαύρων οι Βούλγαροι δεν αποτολμούσαν προκλήσεις. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) ανέλαβε πολλές εκστρατείες εναντίον των Βουλγάρων και με συνεχείς εποικισμούς πληθυσμών από τη Συρία, κυρίως Παυλικιανών, προσπάθησε να ενισχύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της βόρειας Θράκης και ιδιαίτερα της περιοχής της Φιλιππούπολης. Ωστόσο, η βουλγαρική απειλή ήταν πάντοτε αισθητή, ιδιαίτερα σε περιόδους εσωτερικής κρίσης στην αυτοκρατορία. Η Ειρήνη η Αθηναία έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων στις πόλεις της Φιλιππούπολης και της Αγχιάλου, αλλά οι εσωτερικές διαμάχες της αυτοκρατορίας μεταξύ εικονοφίλων και εικονομάχων διευκόλυναν την εκδήλωση των ληστρικών επιδρομών των Βουλγάρων με επικεφαλής τον φιλόδοξο αρχηγό τους Κρούμμο, ο οποίος είχε επεκτείνει σημαντικά την κυριαρχία του προς Νότο. Κατά τους βυζαντινοβουλγαρικούς πολέμους των αρχών τού 8ου αιώνα τα βυζαντινά στρατεύματα γνώρισαν ταπεινωτικές ήττες, ο δε Κρούμμος έθετε ως όρο για την ειρήνη την αναγνώριση της βουλγαρικής κυριαρχίας μέχρι των Μηλεώνων*, δηλαδή μέχρι τις νοτιοανατολικές περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου, και επικαλούνταν προγενέστερες συνθήκες, οι οποίες, κατά τον Θεοφάνη, «του όρους περιείχον από Μηλεώνων της Θράκης», Αναφερόταν αναμφιβόλως σε δικές του προτάσεις για ειρήνευση και όχι για συνθήκες προγενέστερες, οι οποίες είναι άγνωστες στις πηγές τουλάχιστον με ανάλογο περιεχόμενο. Η νίκη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (813-820) στη Μεσημβρία (814) και η διάλυση του βουλγαρικού στρατού του Κρούμμου δεν άφηναν περιθώρια για τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Θράκη. Ο διάδοχος του Κρούμμου Ομουρτάγ (814-831) αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους των Βυζαντινών για τη συνομολόγηση της ειρήνης, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα.
Διοικητικά η Θράκη είχε οργανωθεί ήδη από το τέλος τού 7ου αιώνα σε «θέμα», σύμφωνα με την ευρύτερη «θεματική» διοικητική μεταρρύθμιση της αυτοκρατορίας κατά τον 7ο και τον 8ο αιώνα. Από τις αρχές τού 9υυ αιώνα υποδιαιρέθηκε σε μικρότερα θέματα (Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος) για την αμεσότερη απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών. Ωστόσο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Συμεών (893-927) στη Βουλγαρία ξέσπασαν νέοι βυζαντινοβουλγαρικοί πόλεμοι με οδυνηρές συνέπειες για την περιοχή της Θράκης, μεγάλο μέρος της οποίας καταλήφθηκε από τον Συμεών. Ο γιος και διάδοχος του Συμεών Πέτρος ήταν φιλειρηνικός και δέχθηκε την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τους Βυζαντινούς έναντι ετήσιας επιχορήγησης και αναγνώρισης ορισμένων κατακτήσεων στα βόρεια της Φιλιππούπολης. Η απόφαση του Νικηφόρου Φωκά (963-969) να αποδεσμευθεί από τους όρους της ειρήνης είχε ως συνέπεια την κινητοποίηση του ηγεμόνα της Κιεβικής Ρωσίας Σβιατοσλάβου εναντίον των Βουλγάρων για λογαριασμό του Βυζαντίου. Ωστόσο, ο Σβιατοσλάβος, σε συνεργασία με τον Βυζαντινό πατρίκιο Καλοκυρό, οραματίστηκε την κατάκτηση της Βουλγαρίας για λογαριασμό του και προκάλεσε τους βυζαντινορρωσικούς πολέμους στη Βουλγαρία (969-971), οι οποίοι έληξαν με θρίαμβο του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969- 976) και με την προσάρτηση στην αυτοκρατορία ολόκληρης της Βουλγαρίας. Τα γεγονότα αυτά είχαν τόσο τις αρνητικές όσο και τις θετικές συνέπειες στη ζωή της Θράκης. Η Βουλγαρία αφομοιώθηκε στη διοικητική οργάνωση του Βυζαντίου και έπαυσε και οι αρχικές επιτυχίες στις επιδρομές του μέχρι και το θέμα της Ελλάδος δεν είχαν συνέχεια. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), με αλλεπάλληλες νίκες εναντίον του Σαμουήλ, περιόριζε συνεχώς την επιρροή του μέχρι την τελική εξόντωση του βουλγαρικού στρατού στη μάχη του Κλειδίου (1014). Τελικά, η Βουλγαρία του Σαμουήλ προσαρτήθηκε πάλι στον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Οι επαναστάσεις τού 11ου αιώνα δεν άλλαξαν την κατάσταση, αλλά η δράση των αιρετικών Παυλικιανών και των Βογομίλων δεν άφησε ανεπηρέαστη τη ζωή της Θράκη.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Κομνηνών ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη Θράκη ήταν οι ληστρικές επιδρομές των Πετσενέγκων και κατά τον 12ο αιώνα των Νορμανδών, οι οποίοι μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης (1185) κατέλαβαν και λεηλάτησαν διάφορες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους (1186) συνδυάστηκε με ληστρικές επιδρομές στις επαρχίες της Θράκης, ενώ μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) οι Βενετοί κατέλαβαν την Αδριανούπολη και τις παράλιες πόλεις της Σηλυμβρίας, Καλλιπόλεως και Ραιδεστού, που ήταν αξιόλογα εμπορικό λιμόνια. Η Θράκη κατά την περίοδο αυτή έγινε πεδίο διεκδίκησης των Βυζαντινών, των Φράγκων και των Βουλγάρων. Οι Βυζαντινοί, σε συνεργασία με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, νίκησαν τους Φράγκους, ενώ αργότερα σε συνεργασία με τους Φράγκους νίκησαν τους Βουλγάρους για να εξουδετερώσουν τα φιλόδοξα σχέδια τού Ιωαννίτζη. Ο Βυζαντινός στρατηγός Θεόδωρος Βρανάς, ανέκτησε την Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο και τις γύρω περιοχές και θεμελίωσε τα φιλόδοξα σχέδια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο βασιλιάς της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254), σε συνεργασία με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασέν, ανέκτησε μεγάλο μέρος της Θράκης, η οποία κατά την περίοδο αυτή των πολλαπλών συγκρούσεων γνώρισε την αγριότητα και τη ληστρική μανία όχι μόνο των Βουλγάρων, αλλά και των Φράγκων. Η απώθηση των Βουλγάρων από την περιοχή της Ροδόπης και μέχρι τα όρια της Φιλιππούπολης εξασφάλισε στην αυτοκρατορία τις σημαντικότερες περιοχές της Θράκης.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων η Θράκη παρακολούθησε τη ζωή της αυτοκρατορίας. Η διαίρεσή της σε πολλά μικρά θέματα δεν διευκόλυνε την αποτελεσματική άμυνά της. Κατά την περίοδο της Βασιλείας του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328) πολλές πόλεις (Καλλίπολη, Λυσιμάχεια, Περίσταση, Ηράκλεια, Γάνος, Πάνιο, Ραιδεστός) και η ύπαιθρος χώρα της Θράκης γνώρισαν τη ληστρική και καταστρεπτική μανία της Καταλανικής Εταιρείας. Κατά την περίοδο των δυναστικών ερίδων τού 14ου αιώνα, η αυτοκράτειρα Άννα συνομολόγησε συνθήκη με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιβάν Αλέξανδρο (1346) για να εξουδετερώσει τα φιλόδοξα σχέδια του Ιωάννη Καντακουζηνού, παραχώρησε δε στον Βούλγαρο ηγεμόνα την περιοχή Στενημάχου και Τζεπαίνης μαζί με τη Φιλιππούπολη.
Το 1348 εισέβαλαν για πρώτη φορά οι Τούρκοι στη Θράκη με επικεφαλής τον Γαζή Σουλεϊμάν και κατέλαβαν σημαντικές πόλεις (Καλλίπολη, Λυσιμάχεια, Καστάμπολη κ.λπ.), τις οποίες εγκατέλειψαν μετά την ήττα τους από τον βυζαντινό στρατό. Το 1359 ο σουλτάνος Μουράτ πέρασε με στρατό στη Θράκη και από το 1361 κατέλαβε τις σημαντικότερες πόλεις της (Καλλίπολη, Διδυμότειχο, Αδριανούπολη κ.ά.), ενώ όρισε την Αδριανούπολη πρωτεύουσα του νέου κράτους των Οσμανλιδών Τούρκων. Μετά από μια δεκαετία, ο Έλληνας αρνησίθρησκος στρατηγός των Τούρκων Γαζή Εβρενός κατέλαβε την Κομοτηνή και τη Δ. Θράκη, ο δε Λαλα Σαχίν τη Φιλιππούπολη και την περιοχή της. Μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) ολόκληρη σχεδόν η Θράκη είχε περιέλθει στην τουρκική κυριαρχία και ενσωματώθηκε στο οθωµανικό κράτος. Β. ΦΕΙΔΑΣ [Π].
Πηγή: filoitisthrakis.wordpress.com
Τον Κότυ Β’ διαδέχθηκε ο εγγονός του Κότυς Γ’ (57-48 π.Χ.), φίλος του Καίσαρος. Αυτόν διαδέχτηκαν ο Ραισκούπορης Α’ (48-42 π.Χ.), που διοικούσε την ανατολική του Έβρου περιοχή, και ο Ράσκος, που διοικούσε τη δυτική περιοχή μέχρι τους Φιλίππους. Αυτούς διαδέχθηκαν, αντίστοιχα, ο Ροιμητάλκης Α’ και ο Ραισκούπορης Β’. Στα χρόνια τους εξεγέρθηκαν οι Βέσσοι με αρχηγό τον Ουλογαίση. Ο Ραισκούπορης Β’ σκοτώθηκε στη μάχη, ενώ ο Ροιμητάλκης Α’ σώθηκε και με τη βοήθεια των Ρωμαίων έγινε βασιλιάς όλης της Θράκης (7 π.Χ. -12 μ.Χ.).
Τον Ροιμητάλκη Α’ διαδέχθηκε ο Κότυς Δ’, ο Μέγας, φίλος τού Αυγούστου, που ολοκλήρωσε τον εξελληνισμό των Θρακών. Μετά τον θάνατο του, η Θράκη πάλι μοιράστηκε από τον Τιβέριο στον Κότυ Ε’ (ανατολική) και Ροιμητάλκη Β’ (δυτική). Τελευταίος Θράκας βασιλιάς υπήρξε ο Ροιμητάλκης Γ’ (38 μ.Χ.), φίλος του Γάιου Καλλιγούλα. Μετά τον θάνατο του, η Θράκη έγινε ρωμαϊκή επαρχία με πρωτεύουσα την Πέρινθο. Χωρίστηκε σε διοικητικές περιφέρειες, 50 κατά τον Πλίνιο, 14 κατά τον Πτολεμαίο. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση τα όρια της Θράκης περιορίστηκαν μεταξύ Αίμου, Αιγαίου, Ευξείνου και Νέστου. Το τμήμα μεταξύ Αίμου και Δούναβη ονομάστηκε Μοισία και όλη η Χερσόνησος του Αίμου, που ήταν στη δικαιοδοσία Ρωμαίου ανθυπάτου, ονομάστηκε Ιλλυρικό.
Η ρωμαιοκρατία του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα υπήρξε μια μεγάλη περίοδος ειρήνης, που ευνόησε την οικονομική, πνευματική και πολιτιστική άνοδο των Θρακών και ολοκλήρωσε τον εξελληνισμό τους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι αυτοκράτορες Τραϊανός και Αδριανός, οι οποίοι ίδρυσαν πολλές πόλεις. Τον 3ο μ.Χ. αιώνα όμως άρχισαν πάλι οι βαρβαρικές επιδρομές, που συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια. Πιο σημαντικές ήταν οι γοτθικές επιδρομές επί Δεκίου και Βαλεριανού, οι οποίοι ερήμωσαν τη χώρα και έφθασαν ως τα παράλια. Αργότερα, ο αυτοκράτορας Κλαύδιος Αυρήλιος (268-270 μ.Χ.) τους νίκησε στη Ναϊσσό και τους απώθησε.
Η βυζαντινή περίοδος
Κατά τη βυζαντινή περίοδο συνεχίστηκε η ακμή της ρωμαϊκής εποχής. Η μεταφορά της πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας από την Παλαιά στη Νέα Ρώμη, μετέπειτα Κωνσταντινούπολη (330), άνοιξε νέα περίοδος στην ιστορία της Θράκης, που έγινε πλέον το πιο ζωτικό τμήμα για τη ζωή της αυτοκρατορίας. Κατά τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού (284-305) η Θράκη οργανώθηκε σε αυτοδύναμη Διοίκηση (Dioecesis Thracia ή Thraciae) με έξι επαρχίες: Θράκης, Αιμιμόντου, Ροδόπης ,Ευρώπης, Κάτω Μοισίας και Μικρής Σκυθίας. η Διοίκηση της Θράκης ανήκει οργανικά στην υπαρχία (praefectura) της Ανατολής, αλλά η συνοχή της προς την Κωνσταντινούπολη της εξασφάλιζε πάντοτε σημαντική ακτινοβολία στη ζωή της Αυτοκρατορίας. Η διάδοση του χριστιανισμού στη Θράκη ήδη από την αποστολική εποχή και η ευρύτατη επικοινωνία με τον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής και της Δύσης εξηγούν την επιρροή των επισκόπων της Θράκης στα εκκλησιαστικά πράγματα κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Ο μητροπολίτης Ηράκλειας της επαρχίας Θράκης συμμετείχε ως πληστόχωρος στη χειροτονία του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως (330-451) και ως σημαντικός μητροπολίτης του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά το 451.
Η άρτια οργάνωση του δημόσιου και του εκκλησιαστικού βίου εξασφάλιζε την αντοχή στις ποικίλες ληστρικές επιθέσεις των βαρβαρικών φύλων, τα οποία κινούνταν στις βόρεια από τον Δούναβη περιοχές και επιδίωκαν να εγκατασταθούν στις επαρχίες της αυτοκρατορίας στη Χερσόνησο του Αίμου. Κατά το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα η Θράκη γνώρισε την καταστροφική αγριότητα των Βησιγότθων και των Οστρογότθων, οι οποίοι με έγκριση του Βυζαντινού αυτοκράτορα εισέδυσαν στη Χερσόνησο του Αίμου. Οι ληστρικές επιδρομές τους ανάγκασαν τον αυτοκράτορα Ουάλη να αναλάβει εκστρατεία εναντίον τους, αλλά το 378 νικήθηκε στη μάχη της Αδριανουπόλεως και φονεύθηκε. Ο γοτθικός κίνδυνος έγινε σοβαρός για την επιβίωση της αυτοκρατορίας, αλλά ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395) πέτυχε να επιβάλει την επικυριαρχία του και να τούς απομακρύνει προοδευτικά από τον ζωτικό για την αυτοκρατορία χώρο της Θράκης. Κατά την περίοδο της Βασιλείας του Θεοδοσίου Β’ (408-450) έκαναν αισθητή την παρουσία τους με αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές οι Ούννοι με αρχηγό τον Αττίλα, η δε αυτοκρατορία αναγκάστηκε όχι μόνο να καταβάλει μεγάλη οικονομική επιχορήγηση, αλλά και να εγκρίνει την εγκατάσταση των Ούννων στη Χερσόνησο τού Αίμου (443) μέχρι την απομάκρυνσή τους προς τις δυτικές επαρχίες. Κατά το δεύτερο μισό τού 5ου και τις αρχές τού 6ου αιώνα γίνεται αισθητή η ισχυρή οργάνωση τού κράτους των Αντών στα βόρεια του Εύξεινου Πόντου, μεταξύ των ποταμών Δνειπέρου και Δνειστέρου. Οι Άντες, μαζί με διάφορα υποταγμένα σε αυτούς σλαβικά φύλα, επιχείρησαν αλλεπάλληλες ληστρικές επιδρομές στη Χερσόνησο τού Αίμου και απείλησαν τα ίδια τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Το 498-499 νίκησαν τα βυζαντινά στρατεύματα, λεηλάτησαν τις επαρχίες Μοισίας και Θράκης και έσπειραν τον πανικό στη βασιλεύουσα. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α’ (491-518) αναγκάστηκε να ενισχύσει τα οχυρωματικά έργα και να υψώσει αμυντικό τείχος είκοσι ποδών (507-612) για να αποκλείσει τη Χερσόνησο του Μαρμαρά από τους βαρβαρικούς κινδύνους του Βορρά. Το τείχος αυτό εκτεινόταν από τη Σηλυμβρία μέχρι τα Δέρκα. Οι επιδρομές των βαρβάρων Αντών, Ούννων και Σλάβων συνεχίστηκαν στη Θράκη κατά την περίοδο της Βασιλείας του lουστινιανού (527-565) και απείλησαν όλες τις επαρχίες της Χερσονήσου του Αίμου (534, 540, 549, 558-559). Ο Ιουστινιανός αναγκάστηκε να ενισχύσει τα οχυρωματικά έργα στη Θράκη και να καταβάλει τεράστια ποσά για την εξαγορά της γαλήνης στην περιοχή.
Η προοδευτική παρακμή του κράτους των Αντών συνδυάστηκε με τη σύντομη ανάπτυξη του κράτους των Αβάρων, οι οποίοι συνέχισαν τις ληστρικές επιδρομές στη Θράκη και το 626, με τη συνδρομή και διαφόρων σλαβικών φύλων, πολιόρκησαν και απείλησαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη, επωφελούμενοι από την απουσία του αυτοκράτορα Ηρακλείου και του βυζαντινού στρατού σε εκστρατεία εναντίον των Περσών. Κατά το τέλος τού 7υυ αιώνα συντελέστηκε η εγκατάσταση των Βουλγάρων με αρχηγό τον Ασπαρούχ (Ισπερίχ) στο Δέλτα του Δούναβη, η δε αποτυχία τού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ του Πωγωνάτου (668-685) να τους απωθήσει (679) αλλοίωσε την εικόνα της βόρειας Θράκης, γιατί οι Βούλγαροι προοδευτικά εγκαταστάθηκαν στην Κάτω Μοισία και παρενοχλούσαν με ληστρικές επιδρομές τις άλλες επαρχίες της Θράκης. Οι συγκρούσεις Βυζαντινών και Βουλγαροσλάβων στη Θράκη έγιναν συνήθεις, αλλά κατά την περίοδο της πανίσχυρης δυναστείας των Ισαύρων οι Βούλγαροι δεν αποτολμούσαν προκλήσεις. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) ανέλαβε πολλές εκστρατείες εναντίον των Βουλγάρων και με συνεχείς εποικισμούς πληθυσμών από τη Συρία, κυρίως Παυλικιανών, προσπάθησε να ενισχύσει τους χριστιανικούς πληθυσμούς της βόρειας Θράκης και ιδιαίτερα της περιοχής της Φιλιππούπολης. Ωστόσο, η βουλγαρική απειλή ήταν πάντοτε αισθητή, ιδιαίτερα σε περιόδους εσωτερικής κρίσης στην αυτοκρατορία. Η Ειρήνη η Αθηναία έδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων στις πόλεις της Φιλιππούπολης και της Αγχιάλου, αλλά οι εσωτερικές διαμάχες της αυτοκρατορίας μεταξύ εικονοφίλων και εικονομάχων διευκόλυναν την εκδήλωση των ληστρικών επιδρομών των Βουλγάρων με επικεφαλής τον φιλόδοξο αρχηγό τους Κρούμμο, ο οποίος είχε επεκτείνει σημαντικά την κυριαρχία του προς Νότο. Κατά τους βυζαντινοβουλγαρικούς πολέμους των αρχών τού 8ου αιώνα τα βυζαντινά στρατεύματα γνώρισαν ταπεινωτικές ήττες, ο δε Κρούμμος έθετε ως όρο για την ειρήνη την αναγνώριση της βουλγαρικής κυριαρχίας μέχρι των Μηλεώνων*, δηλαδή μέχρι τις νοτιοανατολικές περιοχές της Χερσονήσου του Αίμου, και επικαλούνταν προγενέστερες συνθήκες, οι οποίες, κατά τον Θεοφάνη, «του όρους περιείχον από Μηλεώνων της Θράκης», Αναφερόταν αναμφιβόλως σε δικές του προτάσεις για ειρήνευση και όχι για συνθήκες προγενέστερες, οι οποίες είναι άγνωστες στις πηγές τουλάχιστον με ανάλογο περιεχόμενο. Η νίκη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντος Ε’ του Αρμενίου (813-820) στη Μεσημβρία (814) και η διάλυση του βουλγαρικού στρατού του Κρούμμου δεν άφηναν περιθώρια για τις βουλγαρικές διεκδικήσεις στη Θράκη. Ο διάδοχος του Κρούμμου Ομουρτάγ (814-831) αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους των Βυζαντινών για τη συνομολόγηση της ειρήνης, η οποία διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα.
Διοικητικά η Θράκη είχε οργανωθεί ήδη από το τέλος τού 7ου αιώνα σε «θέμα», σύμφωνα με την ευρύτερη «θεματική» διοικητική μεταρρύθμιση της αυτοκρατορίας κατά τον 7ο και τον 8ο αιώνα. Από τις αρχές τού 9υυ αιώνα υποδιαιρέθηκε σε μικρότερα θέματα (Θράκης, Μακεδονίας, Στρυμόνος) για την αμεσότερη απόκρουση των βαρβαρικών επιδρομών. Ωστόσο, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του Συμεών (893-927) στη Βουλγαρία ξέσπασαν νέοι βυζαντινοβουλγαρικοί πόλεμοι με οδυνηρές συνέπειες για την περιοχή της Θράκης, μεγάλο μέρος της οποίας καταλήφθηκε από τον Συμεών. Ο γιος και διάδοχος του Συμεών Πέτρος ήταν φιλειρηνικός και δέχθηκε την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τους Βυζαντινούς έναντι ετήσιας επιχορήγησης και αναγνώρισης ορισμένων κατακτήσεων στα βόρεια της Φιλιππούπολης. Η απόφαση του Νικηφόρου Φωκά (963-969) να αποδεσμευθεί από τους όρους της ειρήνης είχε ως συνέπεια την κινητοποίηση του ηγεμόνα της Κιεβικής Ρωσίας Σβιατοσλάβου εναντίον των Βουλγάρων για λογαριασμό του Βυζαντίου. Ωστόσο, ο Σβιατοσλάβος, σε συνεργασία με τον Βυζαντινό πατρίκιο Καλοκυρό, οραματίστηκε την κατάκτηση της Βουλγαρίας για λογαριασμό του και προκάλεσε τους βυζαντινορρωσικούς πολέμους στη Βουλγαρία (969-971), οι οποίοι έληξαν με θρίαμβο του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (969- 976) και με την προσάρτηση στην αυτοκρατορία ολόκληρης της Βουλγαρίας. Τα γεγονότα αυτά είχαν τόσο τις αρνητικές όσο και τις θετικές συνέπειες στη ζωή της Θράκης. Η Βουλγαρία αφομοιώθηκε στη διοικητική οργάνωση του Βυζαντίου και έπαυσε και οι αρχικές επιτυχίες στις επιδρομές του μέχρι και το θέμα της Ελλάδος δεν είχαν συνέχεια. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), με αλλεπάλληλες νίκες εναντίον του Σαμουήλ, περιόριζε συνεχώς την επιρροή του μέχρι την τελική εξόντωση του βουλγαρικού στρατού στη μάχη του Κλειδίου (1014). Τελικά, η Βουλγαρία του Σαμουήλ προσαρτήθηκε πάλι στον διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Οι επαναστάσεις τού 11ου αιώνα δεν άλλαξαν την κατάσταση, αλλά η δράση των αιρετικών Παυλικιανών και των Βογομίλων δεν άφησε ανεπηρέαστη τη ζωή της Θράκη.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Κομνηνών ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη Θράκη ήταν οι ληστρικές επιδρομές των Πετσενέγκων και κατά τον 12ο αιώνα των Νορμανδών, οι οποίοι μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης (1185) κατέλαβαν και λεηλάτησαν διάφορες πόλεις της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ανασύσταση του βουλγαρικού κράτους (1186) συνδυάστηκε με ληστρικές επιδρομές στις επαρχίες της Θράκης, ενώ μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204) οι Βενετοί κατέλαβαν την Αδριανούπολη και τις παράλιες πόλεις της Σηλυμβρίας, Καλλιπόλεως και Ραιδεστού, που ήταν αξιόλογα εμπορικό λιμόνια. Η Θράκη κατά την περίοδο αυτή έγινε πεδίο διεκδίκησης των Βυζαντινών, των Φράγκων και των Βουλγάρων. Οι Βυζαντινοί, σε συνεργασία με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιωαννίτζη, νίκησαν τους Φράγκους, ενώ αργότερα σε συνεργασία με τους Φράγκους νίκησαν τους Βουλγάρους για να εξουδετερώσουν τα φιλόδοξα σχέδια τού Ιωαννίτζη. Ο Βυζαντινός στρατηγός Θεόδωρος Βρανάς, ανέκτησε την Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο και τις γύρω περιοχές και θεμελίωσε τα φιλόδοξα σχέδια της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο βασιλιάς της Νίκαιας Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254), σε συνεργασία με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασέν, ανέκτησε μεγάλο μέρος της Θράκης, η οποία κατά την περίοδο αυτή των πολλαπλών συγκρούσεων γνώρισε την αγριότητα και τη ληστρική μανία όχι μόνο των Βουλγάρων, αλλά και των Φράγκων. Η απώθηση των Βουλγάρων από την περιοχή της Ροδόπης και μέχρι τα όρια της Φιλιππούπολης εξασφάλισε στην αυτοκρατορία τις σημαντικότερες περιοχές της Θράκης.
Κατά την περίοδο της δυναστείας των Παλαιολόγων η Θράκη παρακολούθησε τη ζωή της αυτοκρατορίας. Η διαίρεσή της σε πολλά μικρά θέματα δεν διευκόλυνε την αποτελεσματική άμυνά της. Κατά την περίοδο της Βασιλείας του Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1282-1328) πολλές πόλεις (Καλλίπολη, Λυσιμάχεια, Περίσταση, Ηράκλεια, Γάνος, Πάνιο, Ραιδεστός) και η ύπαιθρος χώρα της Θράκης γνώρισαν τη ληστρική και καταστρεπτική μανία της Καταλανικής Εταιρείας. Κατά την περίοδο των δυναστικών ερίδων τού 14ου αιώνα, η αυτοκράτειρα Άννα συνομολόγησε συνθήκη με τον ηγεμόνα των Βουλγάρων Ιβάν Αλέξανδρο (1346) για να εξουδετερώσει τα φιλόδοξα σχέδια του Ιωάννη Καντακουζηνού, παραχώρησε δε στον Βούλγαρο ηγεμόνα την περιοχή Στενημάχου και Τζεπαίνης μαζί με τη Φιλιππούπολη.
Το 1348 εισέβαλαν για πρώτη φορά οι Τούρκοι στη Θράκη με επικεφαλής τον Γαζή Σουλεϊμάν και κατέλαβαν σημαντικές πόλεις (Καλλίπολη, Λυσιμάχεια, Καστάμπολη κ.λπ.), τις οποίες εγκατέλειψαν μετά την ήττα τους από τον βυζαντινό στρατό. Το 1359 ο σουλτάνος Μουράτ πέρασε με στρατό στη Θράκη και από το 1361 κατέλαβε τις σημαντικότερες πόλεις της (Καλλίπολη, Διδυμότειχο, Αδριανούπολη κ.ά.), ενώ όρισε την Αδριανούπολη πρωτεύουσα του νέου κράτους των Οσμανλιδών Τούρκων. Μετά από μια δεκαετία, ο Έλληνας αρνησίθρησκος στρατηγός των Τούρκων Γαζή Εβρενός κατέλαβε την Κομοτηνή και τη Δ. Θράκη, ο δε Λαλα Σαχίν τη Φιλιππούπολη και την περιοχή της. Μέχρι την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) ολόκληρη σχεδόν η Θράκη είχε περιέλθει στην τουρκική κυριαρχία και ενσωματώθηκε στο οθωµανικό κράτος. Β. ΦΕΙΔΑΣ [Π].
Πηγή: filoitisthrakis.wordpress.com
