Νεώτερη περίοδος
Έναν αιώνα πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν καταλάβει μεγάλο τµήμα της Θράκης και είχαν δημιουργήσει τα ερείσματα που θα τους βοηθούσαν να επιπεδώσουν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη. Στις αρχές Μαρτίου 1354 έγιναν κύριοι της Καλλίπολης, που τα τείχη της είχαν καταστραφεί από ισχυρό σεισμό, και ακολούθησε η κατάληψη άλλων πόλεων της περιοχής. Το πλήγμα για τη βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν βαρύ, όχι µόνο για τη στρατηγική σημασία της πόλης, αλλά και επειδή τα Δαρδανέλλια ελέγχονταν από τους Τούρκους, που εύκολα τώρα μπορούσαν να μεταφέρουν στρατεύματα από τη Μικρά Ασία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι Τούρκοι φρόντισαν αμέσως για την ανοικοδόμηση των τειχών και στις ναυτικές εγκαταστάσεις της Καλλίπολης οργανώθηκε ναυτική δύναμη για τις επόμενες επιχειρήσεις τους. Στο μεταξύ η εσωτερική κρίση του Βυζαντίου διευκόλυνε τους Τούρκους, που το 1361 µε επικεφαλής τον Μουράτ Α’ (1360-1389) κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ τον προηγούμενο χρόνο είχε καταληφθεί το Διδυμότειχο. Ακολούθησε το 1363 η κατάληψη της Φιλιππούπολης και άλλων πόλεων και το 1365 η Αδριανούπολη έγινε έδρα του σουλτάνου.
Στην περίοδο της τουρκοκρατίας, που συνεχίστηκε αδιάκοπη επί έξι αιώνες, ο πληθυσμός της Θράκης δοκιμάστηκε επανειλημμένα, καθώς η περιοχή αποτελούσε πέρασμα των τουρκικών στρατευμάτων κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις των Οθωμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο πληθυσμός αυτός, κατά βάση αγροτικός, εργαζόταν αποκλειστικά για τους μεγάλους Τούρκους γαιοκτήμονες και τα βακούφια της περιοχής, δημιουργήθηκαν όμως σε αυτήν και αξιόλογα εμπορικά κέντρα, σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Αδριανούπολη. Η πόλη αυτή, που ο Εβλιγιά Τσελεμπή (17ος αιώνας) τη χαρακτηρίζει ως µια από τις τρεις ωραιότερες πόλεις που γνώρισε, έμεινε επί αιώνες η δεύτερη έδρα των σουλτάνων, ιδιαίτερα σε εποχές πολέμων, και αυτός είναι ο λόγος της δημιουργίας λαμπρών δημόσιων κτισμάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε το τζαμί που ίδρυσε ο σουλτάνος Σελίμ Β’ το 1574. Στην Αδριανούπολη, που η ανάπτυξή της οφείλεται στην έξοχη γεωγραφική της θέση πλάι στον Έβρο, είχε συγκεντρωθεί τον 18ο αιώνα πληθυσμός 100.000 περίπου και την ίδια εποχή αναφέρονται σε αυτήν 32 συντεχνίες, από τις οποίες κυριότερες ήταν των γουναράδων, των ραφτάδων, των ξυλεμπόρων και των μυλωνάδων. Ιδιαίτερη επίδοση παρουσίασε η βιοτεχνία μάλλινων και μεταξωτών ειδών, που εξάγονταν κυρίως στη Σµύρνη, στη Χίο και στη Θεσσαλονίκη.
Στη βόρεια Θράκη (ανατολική Ρωμυλία) η Φιλιππούπολη εξελίχθηκε σε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Το 1786 οι Έλληνες ήταν διπλάσιοι από όλους τους άλλους κατοίκους (Τούρκους, Βουλγάρους και Αρμενίους), οι περισσότερες εκκλησίες ήταν ελληνικές και οι ισχυρότερες συντεχνίες είχαν συσταθεί από Έλληνες. Η δραστηριότητα των βιοτεχνών και των εμπόρων της Φιλιππούπολης απλώθηκε γρήγορα στις πόλεις της Ιωνίας, στη Βλαχία και στη Μολδαβία, στην Ουγγαρία και στη Νότια Ρωσία. Λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οι Φιλιππουπολίτες φθάνουν ως την Καλκούτα των Ινδιών, όπου οργανώνονται σε κοινότητα και χτίζουν τον ναό της Μεταφορτώσεως του Σωτήρος. Σημαντική ανάπτυξη παρουσίασε και η Ραιδεστός, µε την επίκαιρη θέση της στην Προποντίδα, ενώ η Καλλίπολη και ο Αίνος αναπτύχθηκαν κυρίως από τη ναυτιλία. Η ναυτική δραστηριότητα του Αίνου, κατά το τέλος τού 18ου αιώνα, είναι ανάλογη µε την άνθηση που παρατηρήθηκε στον τομέα αυτό στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Εκτός από την οικονομική δραστηριότητα του πληθυσμού, σημειώθηκε και ανάπτυξη της παιδείας, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα. Στην Αδριανούπολη μαρτυρείται σχολή που η ακμή της τοποθετείται στις αρχές του 18ου αιώνα. Στη Φιλιππούπολη το 1780 οικοδομήθηκε ειδικό κτήριο για τη λειτουργία σχολείου, πριν όμως από αυτό λειτουργούσαν μικρότερες σχολές µε αξιόλογους δασκάλους. Στη Ραιδεστό, µε φροντίδα της κοινότητας, λειτούργησε στο τέλος τού 18ου αιώνα σχολή, την οποία ενίσχυσαν οικονομικά οι συντεχνίες και ο μητροπολίτης Ηρακλείας Μεθόδιος ο Λέριος. Άλλα αξιόλογα σχολεία λειτούργησαν στον Αίνο, στα Γανόχωρα, στην Καλλίπολη, στο Μυριόφυτο, στις Σαράντα Εκκλησίες, στη Στενήµαχο, στη Σωζόπολη Κ.α. και έντονη υπήρξε η παρουσία λόγιων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, στον ελληνικό χώρο και στις ελληνικές παροικίες τού εξωτερικού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Μολονότι στη Θράκη δεν ήταν δυνατόν να εκδηλωθεί επαναστατικό κίνημα λόγω της γειτνίασής της µε την Κωνσταντινούπολη, εν τούτοις ικανός αριθμός Θρακών έλαβε μέρος στον Αγώνα του 1821. Από τη Φιλιππούπολη καταγόταν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, βασικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, όπως επίσης ο Κυριάκος και ο Σταμάτης Κουμπάρης από τη Μεσημβρία. Σε δεκάδες ανέρχονται οι Θράκες που πολέμησαν µε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπως επίσης και σε μέτωπα της κυρίως Ελλάδας, και σημαντική υπήρξε η συμβολή του ναυτικού του Αίνου στις επιχειρήσεις εναντίον τού τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Εκτός από τον Αντώνη Βισβίζη και τη γυναίκα του Δόμνα, που διέθεσαν το πλοίο τους και την περιουσία τους στον ναυτικό αγώνα και έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες του Αγίου Όρους, της Σάμου, του Ευρίπου κ.α., πολλοί άλλοι, κυρίως Αινίτες, ναυτικοί διακρίθηκαν στις συγκρούσεις µε τους Τούρκους στη θάλασσα.
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η Θράκη, όπως και οι άλλες βόρειες ελληνικές επαρχίες, εξακολουθούσε να παραμένει υπό την τουρκική κυριαρχία, οι κάτοικοι όμως δεν έμειναν αμέτοχοι στα απελευθερωτικά κινήματα που εκδηλώθηκαν σε υπόδουλες περιοχές, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Σε εκατοντάδες ανέρχονται οι Θράκες που εντάχθηκαν ως εθελοντές σε στρατιωτικά σώματα και σε μεγάλα ποσά οι οικονομικές ενισχύσεις που προσέφεραν. Η πνευματική και οικονομική δραστηριότητα συνεχίστηκε, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, όπου ιδρύθηκαν νέα εκπαιδευτήρια και πολιτιστικοί σύλλογοι και όπου αναπτύχθηκαν µε ταχείς ρυθμούς η βιοτεχνία και το εμπόριο.
Από τα τέλη τού 190υ αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο
Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878), που τερμάτισε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο τού 1877, οι περισσότερες θρακικές περιοχές, ως τα παράλια τού Αιγαίου, περιήλθαν στην αυτόνομη βουλγαρική ηγεμονία που ιδρύθηκε από τον Δούναβη ως το Αιγαίο, ως συνέπεια του επαναστατικού αγώνα των Βουλγάρων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της συμμετοχής τους στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Η διευθέτηση αυτή όμως στον βαλκανικό χώρο βρήκε αντίθετες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία) και η Συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878), που προήλθε από το Συνέδριο τοθ Βερολίνου, δημιούργησε δύο θρακικές ηγεμονίες υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου: τη Βουλγαρική Ηγεμονία, από τον Δούναβη ως τον Αίμο, και την ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπως ονομάστηκε, στα νότια του Αίμου. Τον Σεπτέμβριο του 1885, η Βουλγαρική Ηγεμονία προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία, ενώ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έμεινε το νοτιότερο τμήμα της Θράκης. Όταν η Βουλγαρία ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο βασίλειο (1908), ο σουλτάνος με το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης (6/19 Απριλίου 1909) αναγνώρισε την προσάρτηση.
Στο μεταξύ, από το 1903 είχε αρχίσει στη νότια Θράκη συστηματική δράση ένοπλων βουλγαρικών ομάδων των γνωστών ως «κομιτατζήδων», που επιδίωκαν να εκβουλγαρίσουν με τη βία και με την τουρκική ανοχή την περιοχή αυτή, καθώς και τμήματα της Μακεδονίας. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε ένοπλο αγώνα των Ελλήνων της Θράκης και άλλων περιοχών, στον οποίο πήραν μέρος αξιωματικοί του ελληνικού στρατού (ανάμεσά τους οι κατόπιν πολιτικοί Γ. Κονδύλης και Στυλ. Γονατάς) και το 1907 ιδρύθηκε στην αγωνιζόμενη Θράκη η «Πανελλήνιος Οργάνωσις» υπό τον μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο.
ο ακήρυκτος αυτός πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας «επισκιάστηκε από τον Α ‘Βαλκανικό πόλεμο (1912), κατά τον οποίο Έλληνες και Βούλγαροι, μαζί με τους άλλους βαλκανικούς πληθυσμούς, πολέμησαν ως σύμμαχοι κατά της Τουρκίας των Νεοτούρκων, που είχαν καταλύσει στο μεταξύ με εσωτερική επανάσταση την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1908). Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαρτίου 1913), αποσπάστηκαν για λογαριασμό των βαλκανικών συμμάχων τα δυτικά του Έβρου και τα βόρεια της Ανατολικής Θράκης εδάφη. Η Δυτική Θράκη και τμήμα της Ανατολικής που είχαν καταληφθεί από βουλγαρικά στρατεύματα παρέμειναν υπό βουλγαρική κατοχή. Μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο (1913), ανάμεσα στη συμμαχία Ελλάδας-Σερβίας και τη Βουλγαρία, ο ελληνικός στρατός και στόλος κατέλαβαν τις κυριότερες πόλεις της Δυτικής Θράκης, ενώ η Τουρκία επωφελήθηκε από τη βουλγαρική ήττα και ανακατέλαβε τα κατεχόμενα από τους Βουλγάρους εδάφη της Ανατολικής Θράκης. Η Συνθήκη τού Βουκουρεστίου όμως (28 Ιουλίου /10 Αυγούστου 1913) παραχώρησε στη Βουλγαρία τη Δυτική Θράκη (μεταξύ Έβρου και Νέστου). Ο τουρκικός πληθυσμός τότε και άλλα στοιχεία της περιοχής εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν αυτόνομη τη Δυτική Θράκη με έδρα την Κομοτηνή, αλλά με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (16/29 Σεπτεμβρίου) η Δυτική Θράκη δόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία.
Αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, κατά τον οποίο η Ελλάδα είχε συμμαχήσει με την Αντάντ, ενώ η Βουλγαρία και η Τουρκία με τις Κεντρικές Δυνάμεις, συμμαχικό στράτευμα, με κύρια δύναμη την ελληνική 9η μεραρχία και υπό τις διαταγές του Γάλλου στρατηγού Σαρπύ, κατέλαβε προσωρινά τη Δυτική Θράκη (Οκτώβριος 1919), η οποία περιήλθε οριστικά στο ελληνικό σώμα στρατού (την κατόπιν Στρατιά Θράκης) υπό τον Εμμ. Ζυμβρακάκη, με έδρα την Αλεξανδρούπολη. Με ορμητήριο την Αλεξανδρούπολη, ο ελληνικός στρατός προήλασε στην Ανατολική Θράκη, κατέλαβε την Αδριανούπολη και έφθασε ως την Τσατάλτζα. Η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) επικύρωσε την ελληνική κατοχή ολόκληρης σχεδόν της Θράκης, η οποία ονομάστηκε Γενική Διοίκηση με έξι νομούς: Αδριανούπολης, Καλλίπολης, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, Έβρου, Ροδόπης.
Τον Σεπτέμβριο του 1922, ενώ η ελληνική στρατιά Μικράς Ασίας είχε συντριβεί, η στρατιά Θράκης ολοκλήρωνε την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης, η οποία όμως με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, περιήλθε οριστικά στην Τουρκία, ενώ η Δυτική Θράκη έμεινε στην Ελλάδα.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο η Ρουμανία και η Βουλγαρία, υπό τις γερμανόφιλες κυβερνήσεις τους, είχαν ενταχθεί στον Άξονα, η ελληνική Θράκη δέχθηκε πρώτη τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας (Απρίλιος 1941) από το βουλγαρικό έδαφος κατόπιν του γερμανοβουλγαρικού συμφώνου φον Ρίμπεντροπ – Φιλόφ, που προέβλεπε παραχώρηση της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Την εισβολή των Γερμανών ακολούθησε αμέσως κάθοδος στη Θράκη βουλγαρικού στρατού κατοχής της Ελλάδας, με σκοπό τον εκβουλγαρισμό και την τελική προσάρτηση της Θράκης στη Βουλγαρία. Οι προσπάθειες αυτές όμως προσέκρουσαν σε μεγάλο βαθμό στη δράση ανταρτικών δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης και στη μαζική μαχητική αντίδραση του πληθυσμού στις ελληνικές πόλεις (κυρίως στην Αθήνα), η οποία άσκησε σημαντική πίεση στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές κατά της βουλγαρικής κατοχής στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η Θράκη απελευθερώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944 μετά τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας, ενώ δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη η υποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα.
Πηγή: filoitisthrakis.wordpress.com
Έναν αιώνα πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν καταλάβει μεγάλο τµήμα της Θράκης και είχαν δημιουργήσει τα ερείσματα που θα τους βοηθούσαν να επιπεδώσουν την κυριαρχία τους στην Ευρώπη. Στις αρχές Μαρτίου 1354 έγιναν κύριοι της Καλλίπολης, που τα τείχη της είχαν καταστραφεί από ισχυρό σεισμό, και ακολούθησε η κατάληψη άλλων πόλεων της περιοχής. Το πλήγμα για τη βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν βαρύ, όχι µόνο για τη στρατηγική σημασία της πόλης, αλλά και επειδή τα Δαρδανέλλια ελέγχονταν από τους Τούρκους, που εύκολα τώρα μπορούσαν να μεταφέρουν στρατεύματα από τη Μικρά Ασία στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι Τούρκοι φρόντισαν αμέσως για την ανοικοδόμηση των τειχών και στις ναυτικές εγκαταστάσεις της Καλλίπολης οργανώθηκε ναυτική δύναμη για τις επόμενες επιχειρήσεις τους. Στο μεταξύ η εσωτερική κρίση του Βυζαντίου διευκόλυνε τους Τούρκους, που το 1361 µε επικεφαλής τον Μουράτ Α’ (1360-1389) κατέλαβαν την Αδριανούπολη, ενώ τον προηγούμενο χρόνο είχε καταληφθεί το Διδυμότειχο. Ακολούθησε το 1363 η κατάληψη της Φιλιππούπολης και άλλων πόλεων και το 1365 η Αδριανούπολη έγινε έδρα του σουλτάνου.
Στην περίοδο της τουρκοκρατίας, που συνεχίστηκε αδιάκοπη επί έξι αιώνες, ο πληθυσμός της Θράκης δοκιμάστηκε επανειλημμένα, καθώς η περιοχή αποτελούσε πέρασμα των τουρκικών στρατευμάτων κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις των Οθωμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο πληθυσμός αυτός, κατά βάση αγροτικός, εργαζόταν αποκλειστικά για τους μεγάλους Τούρκους γαιοκτήμονες και τα βακούφια της περιοχής, δημιουργήθηκαν όμως σε αυτήν και αξιόλογα εμπορικά κέντρα, σημαντικότερο από τα οποία ήταν η Αδριανούπολη. Η πόλη αυτή, που ο Εβλιγιά Τσελεμπή (17ος αιώνας) τη χαρακτηρίζει ως µια από τις τρεις ωραιότερες πόλεις που γνώρισε, έμεινε επί αιώνες η δεύτερη έδρα των σουλτάνων, ιδιαίτερα σε εποχές πολέμων, και αυτός είναι ο λόγος της δημιουργίας λαμπρών δημόσιων κτισμάτων, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε το τζαμί που ίδρυσε ο σουλτάνος Σελίμ Β’ το 1574. Στην Αδριανούπολη, που η ανάπτυξή της οφείλεται στην έξοχη γεωγραφική της θέση πλάι στον Έβρο, είχε συγκεντρωθεί τον 18ο αιώνα πληθυσμός 100.000 περίπου και την ίδια εποχή αναφέρονται σε αυτήν 32 συντεχνίες, από τις οποίες κυριότερες ήταν των γουναράδων, των ραφτάδων, των ξυλεμπόρων και των μυλωνάδων. Ιδιαίτερη επίδοση παρουσίασε η βιοτεχνία μάλλινων και μεταξωτών ειδών, που εξάγονταν κυρίως στη Σµύρνη, στη Χίο και στη Θεσσαλονίκη.
Στη βόρεια Θράκη (ανατολική Ρωμυλία) η Φιλιππούπολη εξελίχθηκε σε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά τον 18ο αιώνα. Το 1786 οι Έλληνες ήταν διπλάσιοι από όλους τους άλλους κατοίκους (Τούρκους, Βουλγάρους και Αρμενίους), οι περισσότερες εκκλησίες ήταν ελληνικές και οι ισχυρότερες συντεχνίες είχαν συσταθεί από Έλληνες. Η δραστηριότητα των βιοτεχνών και των εμπόρων της Φιλιππούπολης απλώθηκε γρήγορα στις πόλεις της Ιωνίας, στη Βλαχία και στη Μολδαβία, στην Ουγγαρία και στη Νότια Ρωσία. Λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα οι Φιλιππουπολίτες φθάνουν ως την Καλκούτα των Ινδιών, όπου οργανώνονται σε κοινότητα και χτίζουν τον ναό της Μεταφορτώσεως του Σωτήρος. Σημαντική ανάπτυξη παρουσίασε και η Ραιδεστός, µε την επίκαιρη θέση της στην Προποντίδα, ενώ η Καλλίπολη και ο Αίνος αναπτύχθηκαν κυρίως από τη ναυτιλία. Η ναυτική δραστηριότητα του Αίνου, κατά το τέλος τού 18ου αιώνα, είναι ανάλογη µε την άνθηση που παρατηρήθηκε στον τομέα αυτό στα νησιά του Αιγαίου Πελάγους.
Εκτός από την οικονομική δραστηριότητα του πληθυσμού, σημειώθηκε και ανάπτυξη της παιδείας, ιδιαίτερα κατά τον 18ο αιώνα. Στην Αδριανούπολη μαρτυρείται σχολή που η ακμή της τοποθετείται στις αρχές του 18ου αιώνα. Στη Φιλιππούπολη το 1780 οικοδομήθηκε ειδικό κτήριο για τη λειτουργία σχολείου, πριν όμως από αυτό λειτουργούσαν μικρότερες σχολές µε αξιόλογους δασκάλους. Στη Ραιδεστό, µε φροντίδα της κοινότητας, λειτούργησε στο τέλος τού 18ου αιώνα σχολή, την οποία ενίσχυσαν οικονομικά οι συντεχνίες και ο μητροπολίτης Ηρακλείας Μεθόδιος ο Λέριος. Άλλα αξιόλογα σχολεία λειτούργησαν στον Αίνο, στα Γανόχωρα, στην Καλλίπολη, στο Μυριόφυτο, στις Σαράντα Εκκλησίες, στη Στενήµαχο, στη Σωζόπολη Κ.α. και έντονη υπήρξε η παρουσία λόγιων Θρακών, κληρικών και λαϊκών, στον ελληνικό χώρο και στις ελληνικές παροικίες τού εξωτερικού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Μολονότι στη Θράκη δεν ήταν δυνατόν να εκδηλωθεί επαναστατικό κίνημα λόγω της γειτνίασής της µε την Κωνσταντινούπολη, εν τούτοις ικανός αριθμός Θρακών έλαβε μέρος στον Αγώνα του 1821. Από τη Φιλιππούπολη καταγόταν ο Αντώνιος Κομιζόπουλος, βασικό στέλεχος της Φιλικής Εταιρείας, όπως επίσης ο Κυριάκος και ο Σταμάτης Κουμπάρης από τη Μεσημβρία. Σε δεκάδες ανέρχονται οι Θράκες που πολέμησαν µε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπως επίσης και σε μέτωπα της κυρίως Ελλάδας, και σημαντική υπήρξε η συμβολή του ναυτικού του Αίνου στις επιχειρήσεις εναντίον τού τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Εκτός από τον Αντώνη Βισβίζη και τη γυναίκα του Δόμνα, που διέθεσαν το πλοίο τους και την περιουσία τους στον ναυτικό αγώνα και έλαβαν μέρος στις ναυμαχίες του Αγίου Όρους, της Σάμου, του Ευρίπου κ.α., πολλοί άλλοι, κυρίως Αινίτες, ναυτικοί διακρίθηκαν στις συγκρούσεις µε τους Τούρκους στη θάλασσα.
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η Θράκη, όπως και οι άλλες βόρειες ελληνικές επαρχίες, εξακολουθούσε να παραμένει υπό την τουρκική κυριαρχία, οι κάτοικοι όμως δεν έμειναν αμέτοχοι στα απελευθερωτικά κινήματα που εκδηλώθηκαν σε υπόδουλες περιοχές, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. Σε εκατοντάδες ανέρχονται οι Θράκες που εντάχθηκαν ως εθελοντές σε στρατιωτικά σώματα και σε μεγάλα ποσά οι οικονομικές ενισχύσεις που προσέφεραν. Η πνευματική και οικονομική δραστηριότητα συνεχίστηκε, κυρίως στις μεγάλες πόλεις, όπου ιδρύθηκαν νέα εκπαιδευτήρια και πολιτιστικοί σύλλογοι και όπου αναπτύχθηκαν µε ταχείς ρυθμούς η βιοτεχνία και το εμπόριο.
Από τα τέλη τού 190υ αιώνα ως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο
Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (Μάρτιος 1878), που τερμάτισε τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο τού 1877, οι περισσότερες θρακικές περιοχές, ως τα παράλια τού Αιγαίου, περιήλθαν στην αυτόνομη βουλγαρική ηγεμονία που ιδρύθηκε από τον Δούναβη ως το Αιγαίο, ως συνέπεια του επαναστατικού αγώνα των Βουλγάρων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της συμμετοχής τους στον πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Η διευθέτηση αυτή όμως στον βαλκανικό χώρο βρήκε αντίθετες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία) και η Συνθήκη του Βερολίνου (13 Ιουλίου 1878), που προήλθε από το Συνέδριο τοθ Βερολίνου, δημιούργησε δύο θρακικές ηγεμονίες υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου: τη Βουλγαρική Ηγεμονία, από τον Δούναβη ως τον Αίμο, και την ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας, όπως ονομάστηκε, στα νότια του Αίμου. Τον Σεπτέμβριο του 1885, η Βουλγαρική Ηγεμονία προσάρτησε πραξικοπηματικά την Ανατολική Ρωμυλία, ενώ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έμεινε το νοτιότερο τμήμα της Θράκης. Όταν η Βουλγαρία ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο βασίλειο (1908), ο σουλτάνος με το Πρωτόκολλο της Κωνσταντινούπολης (6/19 Απριλίου 1909) αναγνώρισε την προσάρτηση.
Στο μεταξύ, από το 1903 είχε αρχίσει στη νότια Θράκη συστηματική δράση ένοπλων βουλγαρικών ομάδων των γνωστών ως «κομιτατζήδων», που επιδίωκαν να εκβουλγαρίσουν με τη βία και με την τουρκική ανοχή την περιοχή αυτή, καθώς και τμήματα της Μακεδονίας. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε ένοπλο αγώνα των Ελλήνων της Θράκης και άλλων περιοχών, στον οποίο πήραν μέρος αξιωματικοί του ελληνικού στρατού (ανάμεσά τους οι κατόπιν πολιτικοί Γ. Κονδύλης και Στυλ. Γονατάς) και το 1907 ιδρύθηκε στην αγωνιζόμενη Θράκη η «Πανελλήνιος Οργάνωσις» υπό τον μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Πολύκαρπο.
ο ακήρυκτος αυτός πόλεμος μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας «επισκιάστηκε από τον Α ‘Βαλκανικό πόλεμο (1912), κατά τον οποίο Έλληνες και Βούλγαροι, μαζί με τους άλλους βαλκανικούς πληθυσμούς, πολέμησαν ως σύμμαχοι κατά της Τουρκίας των Νεοτούρκων, που είχαν καταλύσει στο μεταξύ με εσωτερική επανάσταση την Οθωμανική Αυτοκρατορία (1908). Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (17/30 Μαρτίου 1913), αποσπάστηκαν για λογαριασμό των βαλκανικών συμμάχων τα δυτικά του Έβρου και τα βόρεια της Ανατολικής Θράκης εδάφη. Η Δυτική Θράκη και τμήμα της Ανατολικής που είχαν καταληφθεί από βουλγαρικά στρατεύματα παρέμειναν υπό βουλγαρική κατοχή. Μετά τον Β’ Βαλκανικό πόλεμο (1913), ανάμεσα στη συμμαχία Ελλάδας-Σερβίας και τη Βουλγαρία, ο ελληνικός στρατός και στόλος κατέλαβαν τις κυριότερες πόλεις της Δυτικής Θράκης, ενώ η Τουρκία επωφελήθηκε από τη βουλγαρική ήττα και ανακατέλαβε τα κατεχόμενα από τους Βουλγάρους εδάφη της Ανατολικής Θράκης. Η Συνθήκη τού Βουκουρεστίου όμως (28 Ιουλίου /10 Αυγούστου 1913) παραχώρησε στη Βουλγαρία τη Δυτική Θράκη (μεταξύ Έβρου και Νέστου). Ο τουρκικός πληθυσμός τότε και άλλα στοιχεία της περιοχής εξεγέρθηκαν και ανακήρυξαν αυτόνομη τη Δυτική Θράκη με έδρα την Κομοτηνή, αλλά με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (16/29 Σεπτεμβρίου) η Δυτική Θράκη δόθηκε και πάλι στη Βουλγαρία.
Αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου, κατά τον οποίο η Ελλάδα είχε συμμαχήσει με την Αντάντ, ενώ η Βουλγαρία και η Τουρκία με τις Κεντρικές Δυνάμεις, συμμαχικό στράτευμα, με κύρια δύναμη την ελληνική 9η μεραρχία και υπό τις διαταγές του Γάλλου στρατηγού Σαρπύ, κατέλαβε προσωρινά τη Δυτική Θράκη (Οκτώβριος 1919), η οποία περιήλθε οριστικά στο ελληνικό σώμα στρατού (την κατόπιν Στρατιά Θράκης) υπό τον Εμμ. Ζυμβρακάκη, με έδρα την Αλεξανδρούπολη. Με ορμητήριο την Αλεξανδρούπολη, ο ελληνικός στρατός προήλασε στην Ανατολική Θράκη, κατέλαβε την Αδριανούπολη και έφθασε ως την Τσατάλτζα. Η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) επικύρωσε την ελληνική κατοχή ολόκληρης σχεδόν της Θράκης, η οποία ονομάστηκε Γενική Διοίκηση με έξι νομούς: Αδριανούπολης, Καλλίπολης, Ραιδεστού, Σαράντα Εκκλησιών, Έβρου, Ροδόπης.
Τον Σεπτέμβριο του 1922, ενώ η ελληνική στρατιά Μικράς Ασίας είχε συντριβεί, η στρατιά Θράκης ολοκλήρωνε την κατάληψη της Ανατολικής Θράκης, η οποία όμως με τη Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή, περιήλθε οριστικά στην Τουρκία, ενώ η Δυτική Θράκη έμεινε στην Ελλάδα.
Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο η Ρουμανία και η Βουλγαρία, υπό τις γερμανόφιλες κυβερνήσεις τους, είχαν ενταχθεί στον Άξονα, η ελληνική Θράκη δέχθηκε πρώτη τη γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας (Απρίλιος 1941) από το βουλγαρικό έδαφος κατόπιν του γερμανοβουλγαρικού συμφώνου φον Ρίμπεντροπ – Φιλόφ, που προέβλεπε παραχώρηση της Δυτικής Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Την εισβολή των Γερμανών ακολούθησε αμέσως κάθοδος στη Θράκη βουλγαρικού στρατού κατοχής της Ελλάδας, με σκοπό τον εκβουλγαρισμό και την τελική προσάρτηση της Θράκης στη Βουλγαρία. Οι προσπάθειες αυτές όμως προσέκρουσαν σε μεγάλο βαθμό στη δράση ανταρτικών δυνάμεων της Εθνικής Αντίστασης και στη μαζική μαχητική αντίδραση του πληθυσμού στις ελληνικές πόλεις (κυρίως στην Αθήνα), η οποία άσκησε σημαντική πίεση στις γερμανικές στρατιωτικές αρχές κατά της βουλγαρικής κατοχής στη Θράκη και στη Μακεδονία. Η Θράκη απελευθερώθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944 μετά τη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας, ενώ δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη η υποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα.
Πηγή: filoitisthrakis.wordpress.com
