Ο γανωτής
Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια για τις καθημερινές τους ανάγκες, και ιδίως για τη μαγειρική, ήταν μπακιρένια (χάλκινα). Αυτά με τον καιρό και την πολλή χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν, δηλαδή να περαστεί η επιφάνειά τους με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος) και να προστατευθεί έτσι από την επικίνδυνη οξείδωση, τη γανίλα. Η διαδικασία του γανώματος γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, τους γανωτήδες.
Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα παλαιότερα επαγγέλματα Πολλοί ιστορικοί το τοποθετούν στα χρόνια του Βυζαντίου. Δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη, γιατί πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους και από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα σκεύη. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι από αυτούς, μετέδιδαν τη τέχνη τους από γενιά σε γενιά. ‘Ηταν πλανόδιοι και γύριζαν τις γειτονιές και τα χωριά μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο, κατάμαυρο από την πολλή χρήση, όπου έβαζαν τα σκεύη που ήταν για γάνωμα. Τραχιά και δυνατή η φωνή τους, θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής». Έφερναν οι νοικοκυρές τα σκεύη τους που ήθελαν γάνωμα (τετζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά, μπρίκια κ.ά.), άπλωνε ο γανωτής τα μαυρισμένα από τη μουτζούρα χέρια του και γέμιζε το τσουβάλι. ‘Υσταρα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Ξαναγύριζε μετά από μια-δυο μέρες, για να επιστρέψει τα γανωμένα σκεύη.
Μερικοί από αυτούς είχαν μαζί τους τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία, και εξυπηρετούσαν τον κόσμο επί τόπου. Σ’ αυτή την περίπτωση μετακινούνταν με κάποιο ζώο (άλογο ή γαϊδούρι) ή με κάρο, όπου μετέφεραν τα σύνεργά τους. Η πληρωμή τους γινόταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι, αυγά).
Πηγή: users.sch.gr
Τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι τα παλιά χρόνια για τις καθημερινές τους ανάγκες, και ιδίως για τη μαγειρική, ήταν μπακιρένια (χάλκινα). Αυτά με τον καιρό και την πολλή χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα. Γι’ αυτό έπρεπε να γανωθούν, δηλαδή να περαστεί η επιφάνειά τους με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος) και να προστατευθεί έτσι από την επικίνδυνη οξείδωση, τη γανίλα. Η διαδικασία του γανώματος γινόταν από ειδικούς τεχνίτες, τους γανωτήδες.
Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα παλαιότερα επαγγέλματα Πολλοί ιστορικοί το τοποθετούν στα χρόνια του Βυζαντίου. Δουλειά δύσκολη και υπεύθυνη, γιατί πολλές φορές έσωζε τους ανθρώπους και από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα σκεύη. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι από αυτούς, μετέδιδαν τη τέχνη τους από γενιά σε γενιά. ‘Ηταν πλανόδιοι και γύριζαν τις γειτονιές και τα χωριά μ’ ένα τσουβάλι στον ώμο, κατάμαυρο από την πολλή χρήση, όπου έβαζαν τα σκεύη που ήταν για γάνωμα. Τραχιά και δυνατή η φωνή τους, θα αντηχεί ακόμη στα αυτιά όσων πρόλαβαν «Γανωωωτής! Μπακίρια γανώνωωωωω! Γανωωωτής». Έφερναν οι νοικοκυρές τα σκεύη τους που ήθελαν γάνωμα (τετζερέδες, τηγάνια, κουταλοπίρουνα, ταψιά, μπρίκια κ.ά.), άπλωνε ο γανωτής τα μαυρισμένα από τη μουτζούρα χέρια του και γέμιζε το τσουβάλι. ‘Υσταρα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Ξαναγύριζε μετά από μια-δυο μέρες, για να επιστρέψει τα γανωμένα σκεύη.
Μερικοί από αυτούς είχαν μαζί τους τα απαραίτητα υλικά και εργαλεία, και εξυπηρετούσαν τον κόσμο επί τόπου. Σ’ αυτή την περίπτωση μετακινούνταν με κάποιο ζώο (άλογο ή γαϊδούρι) ή με κάρο, όπου μετέφεραν τα σύνεργά τους. Η πληρωμή τους γινόταν σε είδος (σιτάρι, καλαμπόκι, αυγά).
Πηγή: users.sch.gr
